Κεγχρεές

Κεγχρεές
Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη στον βορειοδυτικό μυχό του Σαρωνικού κόλπου, Ν της ανατολικής εισόδου της διώρυγας της Κορίνθου, 7 χλμ. ΝΑ της πόλης της Κορίνθου, κοντά στον οικισμό Κεχριές. Αποτελούσε ένα από τα δύο επίνεια της αρχαίας Κορίνθου. Από την ονομασία της ο μυχός αυτός του Σαρωνικού, και κάποτε ολόκληρος ο κόλπος, ονομαζόταν κόλπος των Κ. ή Κεγχρεάτης. Η θέση ήταν κατοικημένη από την προϊστορική εποχή, η πόλη υπήρχε έως το τέλος της αρχαιότητας, ξαναχτίστηκε κατά τη ρωμαϊκή εποχή και είχε χριστιανική κοινότητα στα χρόνια του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος αναχώρησε (53 μ.Χ.) από το λιμάνι της για την Έφεσο. 2. Πόλη της Αργολίδας, που βρισκόταν στον δρόμο από το Άργος προς την Τεγέα, κοντά στην αρχαία πόλη των Υσιών. Τοποθετείται είτε κοντά στο χωριό Ελληνικό, όπου βρίσκονται τα οικοδομικά λείψανα της λεγόμενης πυραμίδας των Κ., είτε κοντά στο χωριό Σκαφιδάκι. Αρχαία λείψανα στις Κεγχρεές, που υπήρξε ένα από τα δύο επίνεια της αρχαίας Κορίνθου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • δίολκος — Πλακόστρωτος δρόμος που ένωνε τις δύο άκρες του ισθμού στην αρχαία Κορινθία. Πάνω σε αυτόν έσερναν τα πλοία οι δούλοι. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν o Περίανδρος. Δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ακροκόρινθος — Η ακρόπολη της αρχαίας Κορίνθου και από τις πιο οχυρωμένες ελληνικές ακροπόλεις. Από πολύ νωρίς, γύρω στο 1000 π.Χ., όταν άρχισε να διαμορφώνεται στη βορειοανατολική πλαγιά του ο συνοικισμός που εξελίχθηκε στην πόλη Κόρινθο των ιστορικών χρόνων,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Κεχρεαί — Αρχαίο λιμάνι της Κορίνθου στον Σαρωνικό κόλπο. Βλ. λ. Κεγχρεές (1.) …   Dictionary of Greek

  • Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”